- πλατυκέφαλος
- πλατυκέφαλοςflat-headedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλατυκέφαλος — η, ο / πλατυκέφαλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πλατύ κεφάλι, ο πλατσουκοκέφαλος 2. είδος ιοβόλου ζώου ή ερπετού νεοελλ. αυτός που πάσχει από πλατυκεφαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + κέφαλος (< κεφαλή)] … Dictionary of Greek
πλατυκέφαλον — πλατυκέφαλος flat headed masc/fem acc sg πλατυκέφαλος flat headed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυκεφάλοις — πλατυκέφαλος flat headed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυκέφαλοι — πλατυκέφαλος flat headed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
πλακουτσοκέφαλος — και πλατσουκοκέφαλος, η, ο, Ν αυτός που έχει πλατύ, πλακουτσωτό κεφάλι, ο πλατυκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακουτσός + κεφάλι (πρβλ. χοντρο κέφαλος). Ο τ. πλατσουκοκέφαλος με μετάθεση] … Dictionary of Greek
πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… … Dictionary of Greek
γεωτρίτων — Γένος αμφιβίων που ανήκει στην υπόταξη των σαλαμανδροειδών και στην οικογένεια των πληθοδοντιδών. Το μοναδικό είδος στην Ευρώπη, ο υδρομάντης ο ιταλικός, συναντάται στη Σαρδηνία, στη νότια Γαλλία και στην κεντρική Ιταλία. Το σώμα του έχει μήκος… … Dictionary of Greek